- ολοθανής
- ὁλοθανής, -ές (ΑΜ)νεκρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + -θανής (< θ. θαν- τού θνήσκω, πρβλ. αόρ. β' ἔ-θαν-ον), πρβλ. ημι-θανής, νεο-θανής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek